- θειόφορος
- θειόφορος, -ον (Α)1. (για συγγραφείς ή θεολόγους) θεόπνευστος, εμπνευσμένος από τον θεό2. αυτός που έχει κατακτήσει τη βασιλεία τών ουρανών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θειο- + -φορος (< φέρω), πρβλ. γενειο-φόρος, σταυρο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.